- ὑπεράφανος
- ὑπερᾱφᾰνος1 arrogant
εἰς ἀυάταν ὑπεράφανον P. 2.28
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
εἰς ἀυάταν ὑπεράφανον P. 2.28
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ὑπεράφανος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπεράφανος — ον, Α βλ. υπερήφανος … Dictionary of Greek
ὑπεράφανον — ὑπεράφανος masc/fem acc sg ὑπεράφανος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερήφανος — η, ο / ὑπερήφανος, ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὑπεράφανος, ον, Α (με θετ. και αρνητική σημ.) 1. (για πρόσ.) περήφανος 2. (για ανθρώπινες εκδηλώσεις) αυτός που ενέχει και δηλώνει έπαρση, που φανερώνει αλαζονεία. επίρρ... υπερήφανα / ὑπερηφάνως ΝΜΑ με… … Dictionary of Greek